συνεξορμώ

συνεξορμώ
-άω, ΜΑ
(ενεργ. και μέσ.) εξέρχομαι με ορμή μαζί με κάποιον, εφορμώ μαζί με κάποιον («τῶν Ἰβήρων ἑτοίμως καὶ προθύμως συνεξορμώντων», Πολ.)
αρχ.
1. παρορμώ, προτρέπω κάποιον μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («συνεξορμᾱν τὰ ζῷα πρὸς τοὺς συνδυασμούς», Πλούτ.)
2. ξεκινώ μαζί
3. φρ. α) «ὁ ἥλιος συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα» — ο ήλιος συντελεί στην παύση ή στην έγερση τών ανέμων (Αριστοτ.)
β) «ὕλη... ὑπὸ τῶν ὑδάτων... συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ» — συστάδα θάμνων κάτω από τα νερά βλαστάνει μαζί με τον σίτο (Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”